- περιανθίζω
- περι-ανθίζω, ringsumher mit Blumen umgeben, übertr., schmücken, zieren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιανθίζω — περϊανθίζω , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres subj act 1st sg περϊανθίζω , περί , ἀντί ἵζω si sd o pres ind act 1st sg περϊανθίζω , περί ἀνθίζω strew pres subj act 1st sg περϊανθίζω , περί ἀνθίζω strew pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιανθίζω — ΜΑ 1. στολίζω με άνθη 2. μτφ. διανθίζω τον λόγο με ωραίες εκφράσεις και με λογικά επιχειρήματα («λόγος... λογικοῑς έπιχειρήμασι περιηνθισμένος», Φώτ.) μσν. διακοσμώ («οἰκίαν περιανθίζειν γραφαῑς καὶ ψηφῑσι καὶ ταῑς λοιπαῑς λέξεσι», Ψελλ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek